- ξεβασκαίνω
- και ξεβασκάνω και ξαβασκαίνωαπαλλάσσω κάποιον με προσευχές ή μαγικά λόγια από τη βασκανία, ξεματιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)-* + βασκαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεβασκαίνω — ξεβασκαίνω, ξεβάσκανα, ξεβασκαμένος βλ. πίν. 44 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεβασκαίνω — ξεβάσκανα, ξεβασκάθηκα, ξαβασκαμένος, αφαιρώ το βάσκαμα από κάποιον, ξεματιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεβάσκαμα — το [ξεβασκαίνω] η απαλλαγή από τη βασκανία με ξόρκια, ξεμάτιασμα … Dictionary of Greek
ξεβάσκαμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεβασκαίνω, απαλλαγή από το βάσκαμα, ξεμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)